- δριμεῖα
- δρῑμεῖα , δριμύςpiercingfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δριμεία — δρῑμείᾱ , δριμύς piercing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δριμείᾳ — δρῑμείᾱͅ , δριμύς piercing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… … Dictionary of Greek
бридъкыи — (9*) пр. Горький, терпкий, жгучий: сдравие. иже аще въ времѩ ˫ако ножицемь. и бридкымь зели||емь. намъ ˫авлѩютьсѩ. ˫ако же въ плотнѣмь врачьствѣ бываеть. (δριμυτάτων) ПНЧ XIV, 2а б; рожци сɤть грѣси... тыхъ бо рожковъ вкɤсъ бридокъ. СбТр к. XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
DURUS — proprie ὁ ἰχυρὸς et καρτερὸς, ut duri agrestes, duri agricolae, apud Poetam: quales quia ut plurtmum laboris patientes, hinc durare et pati idem. Virg. l. 1. Aeneid. v. 211. Durate et vosmet rebus servate secundis. h. e. καρτερεῖτε. Et apud… … Hofmann J. Lexicon universale
MURIA — titulus Epigr. 103. l. 13. Martial. Antipolitani fateor sum filia thynni: Essem si scombri, non tibi missa forem. Liquamen est sale thynni soluti. Cum enim tria apud Veteres huiusmodi liquaminum genera essent; primum, quod a scombro, garum;… … Hofmann J. Lexicon universale
γλυκερίνη — Αλειφατική οργανική ένωση, του τύπου CH2OH CHOH CH2OH (επιστημονική ονομασία: 1,2,3 προπανοτριόλη), που ανήκει στην ομάδα των πολυσθενών αλκοολών. Η γ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη φύση ως συστατικό μόριο, σε όλα τα ζωικά και φυτικά λίπη. Την… … Dictionary of Greek
καταστηλίτευσις — καταστηλίτευσις, ἡ (Μ) [καταστηλιτεύω] δριμεία στηλίτευση*, σφοδρή κατάκριση … Dictionary of Greek
κατσαδιάζω — [κατσάδα] επιπλήττω σφοδρά, κάνω δριμεία παρατήρηση, μαλώνω … Dictionary of Greek
λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… … Dictionary of Greek